- ἱλήκοις
- ἱ̱λήκοις , ἱλήκωto be graciouspres opt act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιλήκω — ἱλήκω (Α) (για θεό) είμαι ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. τού ἱλάσκομαι που μαρτυρείται με τη μορφή ἱλήκῃσι (υποτ. παρακμ.) μια φορά στον Όμηρο. Απαντά και ευκτ. παρακμ. ἱλήκοις, ἱλήκοι, ἱλήκοιτε] … Dictionary of Greek